αναλλαξιά

αναλλαξιά
η
1) неизменность; 2) несменяемость белья, одежды

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αναλλαξιά" в других словарях:

  • αναλλαξιά — αναλλαξιά, η και αναλλαγιά, η το να μην αλλάζει κανείς με καθαρά τα βρόμικα εσώρουχά του: Από την αναλλαξιά βρομούσε ολόκληρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναλλαξιά — και αναλλαγιά, η το να μην αντικαθιστά κανείς τα βρόμικα εσώρουχα του με καθαρά …   Dictionary of Greek

  • αναλλαγιά — η [ανάλλαγος] η αναλλαξιά* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»